- εὐανακόμιστος
- εὐανακόμιστοςeasy to bring backmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] … Dictionary of Greek
εὐανακόμιστον — εὐανακόμιστος easy to bring back masc/fem acc sg εὐανακόμιστος easy to bring back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)